- θεοισεχθρία
- θεοισεχθρίᾱ , θεοισεχθρίαhatefulness to the godsfem nom/voc/acc dualθεοισεχθρίᾱ , θεοισεχθρίαhatefulness to the godsfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θεοισεχθρία — θεοισεχθρία, ή (Α) το μίσος προς τους θεούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεοίς, δοτ. πληθ. τού θεός + εχθρία (< εχθρός)) … Dictionary of Greek
θεοισεχθρίαν — θεοισεχθρίᾱν , θεοισεχθρία hatefulness to the gods fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεομισητία — θεομισητία, ἡ (Α) [θεομίσητος] η θεοισεχθρία* … Dictionary of Greek
θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… … Dictionary of Greek